- ψευδοειδής
- -ές, Μαυτός που έχει ψεύτικη όψη («σελήνην ψευδοειδῆ καὶ ἀπὸ ἡλίου φωτίζεσθαι», Ευδοκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek